Η χοληστερόλη είναι μία ουσία απαραίτητη για τη λειτουργία των κυττάρων και κατ’ επέκταση απαραίτητη για τη ζωή. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της παράγεται στο ήπαρ, ενώ ένα μικρότερο ποσοστό είναι εξωγενούς προέλευσης, προέρχεται δηλαδή από τη διατροφή. Αποτελεί δομικό αλλά και λειτουργικό συστατικό της κυτταρικής μεμβράνης, συμμετέχει στη σύνθεση πολλών ορμονών, της βιταμίνης D αλλά και των χολικών οξέων.
Παρόλα αυτά, τα επίπεδα της χοληστερόλης στο αίμα συσχετίζονται με τον κίνδυνο καρδιαγγειακής θνησιμότητας καθώς υψηλές τιμές προάγουν την αθηροσκλήρωση. Ως αθηροσκλήρωση ονομάζουμε την ανάπτυξη πλακών στο εσωτερικό των αγγείων μας, οι οποίες προκαλούν στένωση του αυλού τους. Οι αθηρωματικές αυτές πλάκες, συνήθως εντοπίζονται στις αρτηρίες της καρδιάς, στις αρτηρίες του εγκεφάλου αλλά και σε αρτηρίες άλλων οργάνων όπως νεφροί, κάτω άκρα κτλ.
Η σχέση των υψηλών τιμών χοληστερόλης και καρδιαγγειακής θνητότητας έχει δειχθεί σε πολυάριθμες μελέτες όπως και στην επονομαζόμενη μελέτη των 7 χωρών η οποία διενεργήθηκε σε ΗΠΑ, Ιαπωνία, Φινλανδία, Ολλανδία, Ιταλία, Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα (Κέρκυρα και Κρήτη). Η μεγαλύτερη θνητότητα παρατηρήθηκε στη Φινλανδία και ήταν 20 φορές μεγαλύτερη από αυτήν της Κρήτης. Από τη μελέτη αυτή αναδείχθηκε η ωφελιμότητα της μεσογειακής διατροφής και του ελαιόλαδου.
Με τον όρο «καλή» χοληστερόλη (HDL) συμπεριλαμβάνουμε την ποσότητα εκείνη της χοληστερόλης που μεταφέρεται από τους περιφερικούς ιστούς και τα τοιχώματα των αγγείων προς το ήπαρ για να χρησιμοποιηθεί και να καταναλωθεί. Επομένως μπορούμε να πούμε πως κατά κάποιον τρόπο η HDL «καθαρίζει» τα αγγεία. Την αντίστροφη πορεία ακολουθούν τα μόρια της «κακής» χοληστερόλης (LDL). Αυτής ο ρόλος είναι η μεταφορά της χοληστερόλης από το ήπαρ στους περιφερικούς ιστούς. Η αθηροσκλήρωση σχετίζεται με υψηλά επίπεδα της LDL καλύτερα από ότι αυτά της ολικής χοληστερόλης.
Η κατανομή της χοληστερόλης σε «καλή» και «κακή» επηρεάζεται από τη διατροφή μας, από τη σωματική δραστηριότητα, τον μεταβολισμό αλλά και από γονιδιακούς παράγοντες. Οι γονιδιακοί παράγοντες, που συναποτελούν αυτό που αποκαλούμε κληρονομικότητα, φαίνεται τελικά πως παίζουν τον σημαντικότερο ρόλο στη διαμόρφωση του λιπιδαιμικού μας προφίλ.